- ιδανισμός
- ο1) см. ιδανικότητα; 2) идеализация (действие); 3) уст. см. ιδεαλισμός 3
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιδανισμός — ο 1. ιδανικότητα. 2. τάση για εξιδανίκευση: Την ποίηση του Σολωμού τη διακρίνει ιδανισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)